ΑΥΤΟΜΑΤΟ ON/OFF ΟΤΑΝ ΕΚΠΕΜΠΟΥΜΕ

19 Αυγ 2009

Όταν βρισκόμουν σε κώμα

Το ζήτημα του θανάτου

Δεν το περίμενα, ο «Γητευτής των Αλόγων» να είναι τόσο καλός! Και, να σκεφτείς, τούτη τη στιγμή, έχω διαβάσει μόλις τις πρώτες ενενήντα-τέσσερις σελίδες… Τελειώνει στις τετρακόσιες-ογδόντα (στην έκδοση που εγώ έχω στα χέρια μου, της «Ωκεανίδας»). Αλλά κοίτα να δεις που κλαίω! Τι αληθινή, τι απόλυτα αληθινή ιστορία! Λες και την έζησε ο Νίκολας Έβανς… Λες και δεν την πλάθει, αλλά με απίστευτη ευσυνειδησία κάνει τη σκληρή της περιγραφή!...

Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, η Γκρέις είναι στο νοσοκομείο… (Ε, και; Θα πείτε… Αλλά για διαβάστε και θα χτυπήσει η καρδιά σας πολύ δυνατά). Την έχουν ακρωτηριάσει οι γιατροί στο δεξί της πόδι. Και είναι σε κώμα… Στη σελίδα ενενήντα τρία η Γκρέις συνέρχεται… Αλλά για δείτε πώς μεταφέρεται στον αναγνώστη αυτό, ιδωμένο μέσα από την χαοτική πραγματιστική αντίληψη της ίδιας της βρισκόμενης σε κώμα κοπέλας (και πώς το ’νιωσε αυτό ο Έβανς; – ειλικρινά απορώ):

«Η Γκρέις βρισκόταν μέσα σ’ ένα τούνελ. Ήταν κάπως σαν το τούνελ του μετρό, μόνο που ήταν πιο σκοτεινό και πλημμυρισμένο με νερό, μέσα στο οποίο κολυμπούσε. Το νερό όμως δεν ήταν κρύο. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν το ένιωθε σαν νερό. Ήταν πολύ ζεστό και πολύ παχύρρευστο. Πέρα, μακριά, έβλεπε έναν κύκλο από φως και κατά κάποιο τρόπο ήξερε ότι είχε τη δυνατότητα να πάει προς τα εκεί ή να στραφεί προς την άλλη κατεύθυνση, όπου υπήρχε επίσης φως αλλά πιο αχνό και λιγότερο φιλόξενο. Δεν ένιωθε φόβο. Ήταν ζήτημα επιλογής. Οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν έπαιρνε, θα ήταν εντάξει.

»Άκουγε φωνές. Έρχονταν από την κατεύθυνση όπου το φως ήταν πιο αχνό. Δεν μπόρεσε να δει ποιος ήταν, αλλά ήξερε πως μια από τις φωνές ήταν της μητέρας της. Άκουγε και μια αντρική φωνή αλλά δεν ήταν του πατέρα της. Ήταν η φωνή κάποιου άλλου άντρα, κάποιου που δεν γνώριζε. Προσπάθησε να κινηθεί προς το μέρος τους διασχίζοντας το τούνελ, αλλά το νερό ήταν πολύ παχύρρευστο. Ήταν σαν κόλλα, κολυμπούσε μέσα σε κόλλα που δεν την άφηνε να προχωρήσει. Η κόλλα δεν με αφήνει να προχωρήσω… Προσπάθησε να φωνάξει και να ζητήσει βοήθεια αλλά η φωνή της δεν έβγαινε.

»Εκείνοι δεν φαίνονταν να ξέρουν πως βρισκόταν εκεί. Γιατί δεν μπορούσαν να την δουν; Φαίνονταν τόσο μακριά και ξαφνικά ανησύχησε ότι μπορεί να έφευγαν και να την παρατούσαν εκεί. Αλλά νά, ο άντρας φώναζε το όνομά της. Δεν την είχαν δει. Και παρόλο που κι εκείνη δεν τους έβλεπε ακόμα, ήξερε πως βρίσκονταν εκεί και άπλωναν τα χέρια τους να τη βοηθήσουν. Αν έκανε ακόμα μια τελευταία μεγάλη προσπάθεια, ίσως η κόλλα να την άφηνε να προχωρήσει και τότε θα μπορούσαν να την τραβήξουν έξω».

Αυτό ήταν το απόσπασμα από τον «Γητευτή των Αλόγων». Έκλαψα και τώρα που το αντέγραφα… Και, παραδόξως, ντρέπομαι… Είναι τόσο βραχνή η δικιά μου φωνή! Ω, πόσο ευτυχισμένος θα αισθάνθηκε κάνοντας τη μετάφραση ο μεταφραστής, ονόματι Όμηρος Αβραμίδης – καλή του ώρα όπου κι αν είναι… Εγώ, ένας ποιητής (που λέω ότι είμαι), ένας ευαίσθητος ίσως δημιουργός, τώρα διστάζω να γράψω, ντρέπομαι να αντιπαρατεθώ στο Αριστούργημα – με όλη τη σημασία της λέξης…

Πρέπει όμως να σας πω: Στα δεκατρία μου χρόνια, έπεσα με το ποδήλατο… Πήγαινα μια βόλτα και μ’ ακολουθούσε ένας καλός μου φίλος, ο Τόνι, ο οποίος σήμερα είναι αξιωματικός στα Τεθωρακισμένα. Μεταφέρθηκα σε κώμα στο νοσοκομείο, από ανθρώπους που δεν τους ξέρω, να πάω, έστω και τώρα, να τους ευχαριστήσω. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να ακρωτηριαστώ και έγινα τελείως καλά – αν θεωρείται καλά να είσαι μουρλός με την ποίηση…

Θυμάμαι, όταν βρισκόμουν σε κώμα… Έπεφτα, έπεφτα, αέναα στο μαύρο κενό, στο μαύρο σκοτάδι που δεν είχε πάτο! Κι αστεράκια, μικρά αστεράκια τρέμιζαν τριγύρω μου! Γέμιζαν το μαύρο κενό και κατά τόπους μαζεύονταν πιο πολλά. Αβαρής, δεν κουμάνταρα τον εαυτό μου, μήτε την πορεία μου – που συνεχιζόταν στον ίδιο αργό ρυθμό προς τα κάτω… Κουνούσα χέρια και πόδια σε μια προσπάθεια πλεύσης μέσα στο τίποτα, αυτό που η μικρούλα Γκρέις εξέλαβε σαν νερό. Αλλά μάταια… Κι ένα αστέρι μεγάλωνε…

Ήθελα να μπω σ’ εκείνο το αστέρι που μεγάλωνε! Που ξεχώριζε. Ποθούσα να πατήσω στέρεα γη, να περιβληθώ το φως του! Χρειαζόταν μεγαλύτερη προσπάθεια. Την έκανα! Νομίζω – αν θυμάμαι καλά – πως την πρώτη φορά δεν τα κατάφερα. Επίσης, νομίζω πως μάλλον αρκετές φορές δεν τα κατάφερα. Ωστόσο, μπήκα! Μπήκα στ’ αστέρι που μεγάλωνε, αγκαλιάστηκα το φως του! Η μητέρα μου, οι γιατροί, ήταν όλοι σκυμμένοι από πάνω μου. Κι ήμουν σχεδόν στην ηλικία της Γκρέις. Δεκατριών χρονών…

Αναρωτιέμαι· μήπως το κώμα είναι ο θάνατος; Και πώς τα ήξερε όλα αυτά ο Νίκολας Έβανς; Άραγε να είχε κάποτε πέσει κι αυτός σε κώμα; Θέλω να μελετήσω το θάνατο. Γι’ αυτό έφτιαξα τούτο το ιστολόγιο, το πολύ καινούργιο ιστολόγιο που πατείτε. Ας βαστάξουμε θαρρετά ο ένας το χέρι του άλλου κι ας βάλουμε επιτέλους το δάχτυλο πάνω στην πληγή. Στις επόμενες αναρτήσεις, θα μπούμε σε ακόμα πιο βαθιά νερά – είναι υπόσχεση…

God Fairy Tales!


myspace layouts

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.