ΑΥΤΟΜΑΤΟ ON/OFF ΟΤΑΝ ΕΚΠΕΜΠΟΥΜΕ

31 Αυγ 2009

Ο πνευματικός κόσμος

Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Ο κύριος Στάθης, αναφέρθηκε στο φίλο του, τον Παλαμά, που δυστυχώς, όπως είπε, είχε πεθάνει εκείνες τις ημέρες, μέσα στη μαύρη κατοχή, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό, στις γνώσεις και τους στοχασμούς. «Αυτόν λοιπόν τον αόρατο κόσμο, των πρωτόγονων, αργότερα τον ονόμασαν πνευματικό. Επινόησαν άφθονο φανταστικό υλικό και έκτισαν επάνω του τις θρησκείες. Και εφόσον είχε την δυνατότητα, όπως νόμιζε, ν’ αφήνει το σώμα του επί τόπου, πάνω εδώ στη γη, να λιώνει και να χάνεται (εκτός βέβαια του προφήτη Ηλία και του Χριστού, που τα πήραν μαζί τους), ν’ αλλάζει κατάσταση και να μεταπηδά χωρίς αυτό στον άλλο τον κόσμο, τον πνευματικό, αναμφίβολα υπάρχουν δύο κόσμοι. Ο ορατός και ο αόρατος, ο υλικός και ο πνευματικός. Οι δύο αυτοί κόσμοι, εν σχέση με τις ανάγκες και τις συνήθειές του, δεν θα πρέπει να διέφεραν και πολύ. Καλές και κακές υπάρξεις θα πρέπει να υπάρχουν κι εκεί· επίσης και άφθονα υλικά αγαθά, όπως, νερό, χλοερά λιβάδια, φρούτα και άλλες νόστιμες τροφές και γενικά όλα τα υπόλοιπα αγαθά, για να απολαμβάνουν και να ευφραίνονται οι μεταθανάτιοι μεταστάντες. Το ότι κι εμείς σήμερα, ενεργούμε σε σχέση με τους νεκρούς μας, όπως και οι πρωτόγονοι, σημαίνει, ότι στο μεταξύ διάστημα, δεν έχει επέλθει καμία απολύτως πρόοδος, καμία απολύτως μεταβολή, στο μεταφυσικό ζήτημα του ανθρώπου και θα μας απασχολεί για πολύ καιρό ακόμα.

»Το “εν τόπω χλοερώ και δροσερώ”, δεν είναι χριστιανική έκφραση, αλλά παλαιά συνήθεια των πρωτόγονων, η οποία μετά από χιλιάδες χρόνια, μαζί με πάρα πολλές άλλες, έφτασε ολοζώντανη και σε μας. Ο άνθρωπος έβλεπε τα φυσικά φαινόμενα: αστραπές, βροντές, πλημύρες, σεισμούς, φως, σκοτάδι, ήλιο, αστέρια και δεν μπορούσε να τα δικαιολογήσει. Έτσι, νόμιζε ότι, πίσω από τα φυσικά αυτά φαινόμενα, θα έπρεπε να υπάρχουν κάποιες αόρατες, απροσδιόριστες δυνάμεις, άλλες καλές για τα καλά και άλλες κακές για τα κακά. Τις καλές, τις ονόμασε θεούς και τις κακές, δαίμονες. Έτσι προήρθε ο πολυθεϊσμός και ο πολυδαιμονισμός, που κι εμείς ασπαζόμαστε σήμερα.

»Στους θεούς έδωσε ονόματα, τους ξεχώριζε ανάλογα με το ρόλο τους, τους αγαπούσε και τους τιμούσε με θυσίες, ακριβά δοσίματα, γιορτές και πανηγύρια. Τους δε δαίμονες, τους άφηνε έτσι όλους μαζί ανακατεμένους, γιατί όλοι έκαναν την ίδια δουλειά. Έκαναν πάντα το κακό και τους φοβόταν. Ο μηχανισμός του εγκεφάλου, όχι μόνον έφκιανε πύργους και παλάτια από το τίποτα, αλλά και οργίαζε ποικιλοτρόπως. Έπαιρνε τις πληροφορίες και τις εικόνες, με τις οποίες τον προμήθευαν, οι κατασκοπευτικές του πηγές (αισθήσεις). Τις επεξεργάζονταν, στα τέλεια ηλεκτρονικά εργαστήριά του, με τηλεφακούς, κάτοπτρα, με χημικές, ηλεκτρικές, μαγνητικές και υδραυλικές ουσίες και συστήματα, που ο ίδιος παράγει και διαθέτει. Τις μεγέθυνε, τις αντανακλούσε στους καθρέφτες του και αφού, σύμφωνα με τις γνώσεις του, τις τελειοποιούσε, τις έστελνε στον αέρα, για να δημιουργήσουν, να συμπληρώσουν και να πλουτίσουν, τον δήθεν πνευματικό κόσμο, που στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, γιατί είναι μόνον φανταστικός και ως εκ τούτου αναπόδεικτος. Είναι αποκυήματα φαντασίας και οπτικές απάτες.

»Με τον καιρό, ο άρχοντας εγκέφαλος, αποκτούσε νέες γνώσεις και εμπειρίες, συμπληρωμένες και με την καινούρια του αίσθηση, τη λογική, καταλάβαινε τα λάθη του και γελούσε με τις γκάφες του. Επανεξέταζε τις ιδέες του, τις διόρθωνε και τις τροποποιούσε, αναλόγως με τα νέα δεδομένα. Όσες δεν περνούσαν το τεστ της έρευνας και του πειράματος, τις απέβαλνε μια-μια, τις διέγραφε απ’ τα κατάστιχα του και τις καταργούσε. Όταν διαπίστωνε ότι, ο Δίας δεν είχε σχέση με τις αστραπές και τους κεραυνούς, ούτε ο Απόλλωνας με το ήλιο, ο Ποσειδώνας με τη θάλασσα και ο Μαρδούκ με τη δημιουργία του κόσμου, τους άρπαζε έναν-έναν απ’ τα μαλλιά και τους πέταγε στο έρεβος, μαζί με τα ψέματα. Έτσι ένας-ένας οι θεοί, πέθαιναν κι εξαφανίζονταν, αφού εξέλειπε ο ρόλος τους και ο λόγος της ύπαρξής τους. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα μερικοί της ίδιας πάστας, είναι όμως λαβωμένοι και αιμορραγούν. Όταν ο εγκέφαλος, φθάσει στο σημείο, ν’ αποδείξει ότι και αυτοί τρώνε τσάμπα το ψωμί του κοσμάκη, τότε ασηζητητί, θα τους απορρίψει, θα πάρει ο ίδιος τη θέση τους και θα γίνει ο εαυτός του θεός». Ο κύριος Στάθης, σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο την ομιλία του, υποσχόμενος να συνεχίσει άλλη φορά.

(Από το βιβλίο, "Μάρκος Κ. Κουλούρης: Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). G.F.T.


myspace layouts

26 Αυγ 2009

Ήταν κάποτε...

Μικρός στοχασμός

Ήταν κάποτε μια μεγάλη πέτρα που έπεσε απ' τον ουρανό... Οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν και με τις λίγες γνώσεις που είχαν, θεώρησαν το γεγονός ως σημάδι θεόσταλτο. Και λάτρεψαν την πέτρα. Γύρω της, χτίσανε ναό και στήλη.

Πέρασε όμως καιρός κι ήρθαν άλλοι, πιο επαΐοντες, να πούνε ότι η πέτρα δεν ήταν ακριβώς θεόσταλτη, παρά ένα διαστημικό μετέωρο, το οποίο φλεγόμενο κατάπεσε σ' εκείνον τον τόπο... Τότε, προς έκπληξη κάθε αντικειμενικού παρατηρητή, αντί οι προηγούμενοι (οι απόγονοί τους φυσικά) να δεχτούν τούτη την ερμηνεία, εξακολούθησαν να λατρεύουν το διαστημικό μετέωρο.

Ήταν επίσης κάποτε ένας κοιμώμενος γίγαντας (ο άνθρωπος;), που φώναζε αξύπνητος αιώνες: "Μη με ξυπνάτε! Μη με ξυπνάτε"!


myspace layouts

19 Αυγ 2009

Όταν βρισκόμουν σε κώμα

Το ζήτημα του θανάτου

Δεν το περίμενα, ο «Γητευτής των Αλόγων» να είναι τόσο καλός! Και, να σκεφτείς, τούτη τη στιγμή, έχω διαβάσει μόλις τις πρώτες ενενήντα-τέσσερις σελίδες… Τελειώνει στις τετρακόσιες-ογδόντα (στην έκδοση που εγώ έχω στα χέρια μου, της «Ωκεανίδας»). Αλλά κοίτα να δεις που κλαίω! Τι αληθινή, τι απόλυτα αληθινή ιστορία! Λες και την έζησε ο Νίκολας Έβανς… Λες και δεν την πλάθει, αλλά με απίστευτη ευσυνειδησία κάνει τη σκληρή της περιγραφή!...

Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, η Γκρέις είναι στο νοσοκομείο… (Ε, και; Θα πείτε… Αλλά για διαβάστε και θα χτυπήσει η καρδιά σας πολύ δυνατά). Την έχουν ακρωτηριάσει οι γιατροί στο δεξί της πόδι. Και είναι σε κώμα… Στη σελίδα ενενήντα τρία η Γκρέις συνέρχεται… Αλλά για δείτε πώς μεταφέρεται στον αναγνώστη αυτό, ιδωμένο μέσα από την χαοτική πραγματιστική αντίληψη της ίδιας της βρισκόμενης σε κώμα κοπέλας (και πώς το ’νιωσε αυτό ο Έβανς; – ειλικρινά απορώ):

«Η Γκρέις βρισκόταν μέσα σ’ ένα τούνελ. Ήταν κάπως σαν το τούνελ του μετρό, μόνο που ήταν πιο σκοτεινό και πλημμυρισμένο με νερό, μέσα στο οποίο κολυμπούσε. Το νερό όμως δεν ήταν κρύο. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν το ένιωθε σαν νερό. Ήταν πολύ ζεστό και πολύ παχύρρευστο. Πέρα, μακριά, έβλεπε έναν κύκλο από φως και κατά κάποιο τρόπο ήξερε ότι είχε τη δυνατότητα να πάει προς τα εκεί ή να στραφεί προς την άλλη κατεύθυνση, όπου υπήρχε επίσης φως αλλά πιο αχνό και λιγότερο φιλόξενο. Δεν ένιωθε φόβο. Ήταν ζήτημα επιλογής. Οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν έπαιρνε, θα ήταν εντάξει.

»Άκουγε φωνές. Έρχονταν από την κατεύθυνση όπου το φως ήταν πιο αχνό. Δεν μπόρεσε να δει ποιος ήταν, αλλά ήξερε πως μια από τις φωνές ήταν της μητέρας της. Άκουγε και μια αντρική φωνή αλλά δεν ήταν του πατέρα της. Ήταν η φωνή κάποιου άλλου άντρα, κάποιου που δεν γνώριζε. Προσπάθησε να κινηθεί προς το μέρος τους διασχίζοντας το τούνελ, αλλά το νερό ήταν πολύ παχύρρευστο. Ήταν σαν κόλλα, κολυμπούσε μέσα σε κόλλα που δεν την άφηνε να προχωρήσει. Η κόλλα δεν με αφήνει να προχωρήσω… Προσπάθησε να φωνάξει και να ζητήσει βοήθεια αλλά η φωνή της δεν έβγαινε.

»Εκείνοι δεν φαίνονταν να ξέρουν πως βρισκόταν εκεί. Γιατί δεν μπορούσαν να την δουν; Φαίνονταν τόσο μακριά και ξαφνικά ανησύχησε ότι μπορεί να έφευγαν και να την παρατούσαν εκεί. Αλλά νά, ο άντρας φώναζε το όνομά της. Δεν την είχαν δει. Και παρόλο που κι εκείνη δεν τους έβλεπε ακόμα, ήξερε πως βρίσκονταν εκεί και άπλωναν τα χέρια τους να τη βοηθήσουν. Αν έκανε ακόμα μια τελευταία μεγάλη προσπάθεια, ίσως η κόλλα να την άφηνε να προχωρήσει και τότε θα μπορούσαν να την τραβήξουν έξω».

Αυτό ήταν το απόσπασμα από τον «Γητευτή των Αλόγων». Έκλαψα και τώρα που το αντέγραφα… Και, παραδόξως, ντρέπομαι… Είναι τόσο βραχνή η δικιά μου φωνή! Ω, πόσο ευτυχισμένος θα αισθάνθηκε κάνοντας τη μετάφραση ο μεταφραστής, ονόματι Όμηρος Αβραμίδης – καλή του ώρα όπου κι αν είναι… Εγώ, ένας ποιητής (που λέω ότι είμαι), ένας ευαίσθητος ίσως δημιουργός, τώρα διστάζω να γράψω, ντρέπομαι να αντιπαρατεθώ στο Αριστούργημα – με όλη τη σημασία της λέξης…

Πρέπει όμως να σας πω: Στα δεκατρία μου χρόνια, έπεσα με το ποδήλατο… Πήγαινα μια βόλτα και μ’ ακολουθούσε ένας καλός μου φίλος, ο Τόνι, ο οποίος σήμερα είναι αξιωματικός στα Τεθωρακισμένα. Μεταφέρθηκα σε κώμα στο νοσοκομείο, από ανθρώπους που δεν τους ξέρω, να πάω, έστω και τώρα, να τους ευχαριστήσω. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να ακρωτηριαστώ και έγινα τελείως καλά – αν θεωρείται καλά να είσαι μουρλός με την ποίηση…

Θυμάμαι, όταν βρισκόμουν σε κώμα… Έπεφτα, έπεφτα, αέναα στο μαύρο κενό, στο μαύρο σκοτάδι που δεν είχε πάτο! Κι αστεράκια, μικρά αστεράκια τρέμιζαν τριγύρω μου! Γέμιζαν το μαύρο κενό και κατά τόπους μαζεύονταν πιο πολλά. Αβαρής, δεν κουμάνταρα τον εαυτό μου, μήτε την πορεία μου – που συνεχιζόταν στον ίδιο αργό ρυθμό προς τα κάτω… Κουνούσα χέρια και πόδια σε μια προσπάθεια πλεύσης μέσα στο τίποτα, αυτό που η μικρούλα Γκρέις εξέλαβε σαν νερό. Αλλά μάταια… Κι ένα αστέρι μεγάλωνε…

Ήθελα να μπω σ’ εκείνο το αστέρι που μεγάλωνε! Που ξεχώριζε. Ποθούσα να πατήσω στέρεα γη, να περιβληθώ το φως του! Χρειαζόταν μεγαλύτερη προσπάθεια. Την έκανα! Νομίζω – αν θυμάμαι καλά – πως την πρώτη φορά δεν τα κατάφερα. Επίσης, νομίζω πως μάλλον αρκετές φορές δεν τα κατάφερα. Ωστόσο, μπήκα! Μπήκα στ’ αστέρι που μεγάλωνε, αγκαλιάστηκα το φως του! Η μητέρα μου, οι γιατροί, ήταν όλοι σκυμμένοι από πάνω μου. Κι ήμουν σχεδόν στην ηλικία της Γκρέις. Δεκατριών χρονών…

Αναρωτιέμαι· μήπως το κώμα είναι ο θάνατος; Και πώς τα ήξερε όλα αυτά ο Νίκολας Έβανς; Άραγε να είχε κάποτε πέσει κι αυτός σε κώμα; Θέλω να μελετήσω το θάνατο. Γι’ αυτό έφτιαξα τούτο το ιστολόγιο, το πολύ καινούργιο ιστολόγιο που πατείτε. Ας βαστάξουμε θαρρετά ο ένας το χέρι του άλλου κι ας βάλουμε επιτέλους το δάχτυλο πάνω στην πληγή. Στις επόμενες αναρτήσεις, θα μπούμε σε ακόμα πιο βαθιά νερά – είναι υπόσχεση…

God Fairy Tales!


myspace layouts

14 Αυγ 2009

Η Αλίκη

Μια αληθινή ιστορία

Είναι αλήθεια ότι με βασάνισε αρκετά, αν θα έπρεπε να πω αυτή την ιστορία ή όχι… Και μέχρι χτες την νύχτα έφτασα στην απόφαση να την πω, παραθέτοντας μάλιστα τα αληθινά στοιχεία των πρωταγωνιστών. Ένα όνειρο ωστόσο, που είδα τα ξημερώματα, με έπεισε να μην αναφέρω τα πραγματικά τους ονόματα. Έτσι η δύστυχη κοπέλα θα λέγεται εδώ Αλίκη – μια Αλίκη όχι στη χώρα των θαυμάτων, αλλά στη χώρα των τραυμάτων…

Η Αλίκη σήμερα είναι περίπου πενήντα χρονών. Όταν ήταν δεκάξι, ο πατέρας της κι η μητέρα της την στείλανε στην Αμερική (Καλιφόρνια), μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της, για να δουλέψουν ως οικιακές βοηθοί σε πλούσιο σπίτι μιας μοναχικής ελληνοαμερικανίδας. Της Ιεζάβελ. (Κι αυτό το όνομα ψεύτικο). Η Ιεζάβελ ήταν ομοφυλόφιλη – με γεια της, με χαρά της. Όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα, γνώρισε την οικογένεια της Αλίκης και είδε τη μεγάλη φτώχια τους. Με τα πλούτη της, έπεισε τελικά τον πατέρα, φεύγοντας, να πάρει μαζί της τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια της πολύτεκνης οικογένειας.

Στην Καλιφόρνια, τα κορίτσια εργάστηκαν σαν οικιακές βοηθοί την ημέρα και σαν ερωτικές σύντροφοι της Ιεζάβελ τα βράδια. Δέχτηκαν φυσικά πιέσεις και απειλές, αλλά και να το ’σκαγαν, πού θα πήγαιναν στην αχανή ξένη χώρα; Πάντως, η μεγαλύτερη το ’σκασε μ' ένα αγόρι που αργότερα παντρευτήκανε αφού υπέμεινε δυο χρόνια βασανιστηρίων στο κολαστήριο-σπίτι της πλούσιας ελληνοαμερικανίδας. Η Αλίκη έμεινε άλλα δυο χρόνια κι ύστερα ήρθε στην Ελλάδα, άγνωστο με ποιον τρόπο. (Γνωστό τρόπο, που όμως εγώ δεν τον ξέρω).

Κι η Αλίκη ήταν κι αυτή πλέον ομοφυλόφιλη – με γεια της, με χαρά της. Όμως οι συγγενείς αυτό δεν το άντεξαν! Ο πατέρας ήταν άρρωστος (καρδιοπαθής χρόνια…), η μάνα λίγο «αλαφρή» στο μυαλό, αλλά οι θείοι, κέρβεροι! Το κορίτσι έπρεπε να θεραπευτεί και να γίνει «καλή χριστιανή». Με το τελευταίο επιχείρημα – περί καλής χριστιανής – πείστηκε η μάνα, ενώ εκείνο τον καιρό, ο πατέρας πέθανε… Κι έδωσε την έγκρισή της, να εγκλειστεί η Αλίκη σε ψυχιατρείο…

Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Εκπληκτική και το ξέρω από πρώτο χέρι – συγχωρέστε με… Με τα χάπια πάχυνε πολύ… Ανάπτυξε τριχοφυία… Έγινε δυσκίνητη και ασθενική… Σήμερα είναι κατάκοιτη σ’ ένα κρεβάτι… Αχ, θέλω τόσο να πω το αληθινό της όνομα, αλλά είδα φριχτό όνειρο, απειλητικό όνειρο απόψε… Τι κι αν θα ήταν δηλαδή ομοφυλόφιλη; Δε θα ήταν ευτυχισμένη; Τη φάγανε οι καλοί χριστιανοί, την κοπελίτσα. Να τη χαίρονται τη θρησκεία τους – με γεια τους, με χαρά τους.

God Fairy Tales!


myspace layouts

7 Αυγ 2009

Οι δύο κυρίαρχοι φόβοι

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Μιλήσαμε, σε προηγούμενη ανάρτησή μας («μικρό στοχασμό»), για το φόβο και την ενοχή. Ο μεγαλύτερος φόβος για τον άνθρωπο, είναι ο φόβος του θανάτου. Τούτος ο φόβος ενυπάρχει – σύμφωνα μάλιστα με πολλούς, a priori – στην ανθρώπινη ψυχή, κατά τρόπο καταλυτικό. Πρόκειται για το γεννήτορα της ενοχής φόβο. Τον πρώτο και κύριο.

Ένας άλλος φόβος, αμέσως κατώτερος στην ιεραρχία, είναι ο λεγόμενος γενετήσιος φόβος. Ο φόβος δηλαδή που προκαλεί τη γενετήσια ενοχή. Τούτος ο φόβος εκπορεύεται από αρχέγονες πρακτικές και αιτιατά, ριζωμένα στην καρδιά του σύγχρονου ανθρώπου με μια διαδικασία που η Ψυχολογία ονομάζει «συλλογικό ασυνείδητο». Με το συλλογικό ασυνείδητο, είναι δυνατό να κουβαλάμε μέσα μας μακρινά ουρλιαχτά λύκων, παρότι εμείς οι ίδιοι ποτέ δεν τα ακούσαμε στη ζωή μας.

Ο γενετήσιος φόβος έχει να κάνει με προϊστορικά γεγονότα, σαν την αρπαγή των πρωτόγονων γυναικών από τους άντρες τους, αλλά και με πανάρχαιους νόμους, όπως η θανάτωση ή ο ακρωτηριασμός των αρπάγων και βιαστών· μα και με πιο κοντινές στις μέρες μας αντιλήψεις, όπως πολύ απλά ο «φόβος της απόρριψης». Η γενετήσια ενοχή, απόρροια του γενετήσιου φόβου, γεννά τη συστολή (την ντροπή), η οποία στην ουσία δεν είναι άλλο, παρά μια καλοζυμωμένη ψυχική σύγκρουση εν εξελίξει.

Τούτα τα λέμε για να καταδείξουμε ότι, οι θρησκείες, βρίσκουν πραγματικά εύφορο έδαφος και μπορούν εύκολα να κάνουν τους ανθρώπους έρμαιό τους, όταν επισείουν τους παραπάνω δύο φόβους. Με το φόβο αφενός του θανάτου, κάνουν θραύση στις μεγάλες ως επί το πλείστο ηλικίες, δεδομένου ότι οι νέοι άνθρωποι δεν πολυνοιάζονται. Ενώ με το γενετήσιο φόβο, θριαμβεύουν στους νέους.

Είναι θλιβερό να βλέπουμε νεαρούς και νεαρές να αισθάνονται συντετριμμένοι, προτού καλά-καλά πατήσουν γερά τα πόδια τους στη γη… Δεκαπεντάχρονα και δεκαεφτάχρονα παιδιά να πέφτουν με σπαραγμό και οδύνη στα πόδια των μαυροντυμένων παπάδων κι ορισμένα από αυτά να τρέχουν στα μοναστήρια για να μονάσουν. Είναι επίσης, τραγικό να υπάρχουν τόσοι και τόσες «θεούσηδες» και «θεούσες», που αντί να αντιμετωπίζονται ως ψυχοπαθείς και να υποβάλλονται σε θεραπεία, να θεωρούνται «ευσεβείς χριστιανοί»…


myspace layouts

Κάτω απ' τον ήλιο

Φιλοσοφικό ερώτημα

Παιδιάστικη απορία: Αν ο Θεός ήταν κάτω απ’ τον ήλιο, δε θα βλέπαμε τη σκιά του; Και η απάντηση: Μα τη βλέπουμε! Όλα και όλοι εμείς, είμαστε η σκιά του Θεού.


myspace layouts

1 Αυγ 2009

Οι ενοχές και ο φόβος

Μικρός στοχασμός

Τις ενοχές του ανθρώπου τις δημιουργεί ο φόβος. Δε θα είχαν οι άνθρωποι ενοχές για πράξεις ή παραλείψεις τους, αν δε φοβούνταν ότι θα τιμωρηθούν γι’ αυτές, είτε από ορατό είτε, πολύ χειρότερα, από αόρατο τιμωρό.

Οι θρησκείες του κόσμου, προσηλώνονται με ακρίβεια πάνω στις ενοχές του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας τες επιδέξια, προκειμένου να τον φοβίσουν και στη συνέχεια να τον διατηρούν σε κατάσταση φόβου.

Μαζί με το φόβο αυτό, οι θρησκείες δε χάνουν την ευκαιρία να προσφέρουν και το αντίδοτο, το οποίο λίγο-πολύ λέει: «Πίστεψε για να σωθείς». Έτσι, οι θρησκείες γίνονται απαραίτητες στο φοβισμένο άνθρωπο.

Όταν ο άνθρωπος παλεύει να νικήσει το φόβο του μέσα από ό,τι τού τον προξενεί και προσπαθεί να προσδιορίσει την ενοχή του, πάλι μέσα από ό,τι τού την προξενεί, τότε η θρησκεία ολοκληρώνει το φαύλο κύκλο της.


myspace layouts